επιβιώνω

Greek Monolingual

(AM ἐπιβιῶ, -όω)
επιζώ, εξακολουθώ να ζω μετά από κάποιο γεγονός («ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἕξ μῆνας»)
νεοελλ.
1. διατηρώ τη δύναμη ή την αξία μου μετά από κάποιο (δυσάρεστο συνήθως) γεγονός
2. καταφέρνω να διατηρούμαι στη ζωή ή σε δραστηριότητες παρά τις αντίξοες συνθήκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βιώ (II) «είμαι ζωντανός»].