Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
επιζητώ
Greek Monolingual
(AM ἐπιζητῶ, ἐπιζητέω) επιδιώκω, προσπαθώ να βρω τρόπο για να αποκτήσω ή να επιτύχω κάτι (α. «επιζητεί τη φιλία του» β. «ἐπιζητοῦσι... τῶν τοιούτων ἀκούειν», Πολύβ.) αρχ. 1.αναζητώ κάποιον («ἐπιζητήσει τὸν Κροῖσον», Ηρόδ.) 2.ερευνώπεραιτέρω.