επικλείω
Greek Monolingual
(I)
ἐπικλείω και αττ. τ. ἐπικλῄω (AM) κλείω
κλείνω με πώμα, σφραγίζω, βουλλώνω
αρχ.-μσν.
(για πόρτα) κλείνω ερμητικά, σφαλώ
αρχ.
1. παθ. ἐπικλείομαι
συμπτύσσομαι
2. καλύπτομαι από κάτι.
(II)
ἐπικλείω (Α)
1. επαινώ, εκθειάζω
2. διηγούμαι κάτι με θαυμασμό («νῆα... ἐπικλείουσιν ἀοιδοί», Απολλ. Ρόδ.)
3. καλώ, ονομάζω
4. επικαλούμαι κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλείω, επικός τ. του κλέω «εγκωμιάζω»].