επικράτηση

Greek Monolingual

η (AM ἐπικράτησις) επικρατώ
1. υπερίσχυση, κατίσχυση, νίκη («η επικράτηση τών ελληνικών όπλων»)
2. (για πράγμ., ιδέες, καταστάσεις) καθιέρωση, προτίμησηεπικράτηση ρεαλιστικών τάσεων»)
μσν.
επικράτεια
αρχ.
παντοδυναμία, κυριαρχία.