επιμαρτυρώ
Greek Monolingual
ἐπιμαρτυρῶ, -έω (AM) επίμαρτυς
επιβεβαιώνω («ἡμῖν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα»)
αρχ.
1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον
2. μέσ. ἐπιμαρτυροῦμαι, -έομαι
εξορκίζω
3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία.