επιμωμώμαι

Greek Monolingual

ἐπιμωμῶμαι (Α)
κατηγορώ επί πλέον κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)].