επισείων

Greek Monolingual

ο (γεν. -οντος) (Α ἐπισείων)
νεοελλ.
ναυτ. στενή και επιμήκης ταινία πάνω στον ιστό πολεμικού πλοίου, ως διακριτικό σημείο της ιδιότητάς του, κν. φιάμολα, φιλάντρα
αρχ.
1. σημαία (βλ. παράσειον)
2. (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο γέροντα με μακριά γενειάδα.