ἐπισπένδω (Α) σπένδω1. αδειάζω το υγρό που προορίζεται για σπονδή («τοιαῖσδ’ ἐπ’ εύχαῖς τάσδ’ ἐπισπένδω χοάς», Αισχύλ.)2. υπόσχομαι, δίνω εγγύηση3. μέσ. ἐπισπένδομαικάνω νέα συνθήκη («ἐπισπένδεσθαι νομίσαντες αὐτούς ἄνευ Ἀθηναίων», Θουκ.).