επιστρώνω

Greek Monolingual

(Μ ἐπιστρώνω
Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) στρώνω
1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια
2. σαμαρώνω.