(Μ ἐπιστρώνωΑ ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) στρώνω1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια2. σαμαρώνω.