ἐπιχειροτονῶ, -έω (Α)1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση της χειρός2. επικυρώνω,επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο-τονώ].