ερεσχελώ

Greek Monolingual

ἐρεσχελῶ, -έω (AM) (Α και ἐρεσχηλῶ)
1. αστειεύομαι
2. μιλάω επιπόλαια, ανόητα
3. φλυαρώ
4. αστειεύομαι με χυδαίες εκφράσεις
μσν.
διαπληκτίζομαι, ανταγωνίζομαι
αρχ.
1. πειράζω κάποιον αστειευόμενος, στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον
2. βρίσκω κάποια πρόφαση ή μηδαμινή αιτιολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεσ- + -χηλώ (ή -χελώ). Εμφανίζει α’ συνθετικό αβέβαιης ετυμολ., ενώ το β’ συνθετικό συνδέεται με τη γλώσσα του Ησύχ. «χηλεύειν
ράπτειν, πλέκειν». Εικάζεται ότι το α’ συνθετικό ανάγεται σε θ. ερεσ-, με σημασία συγγενή με εκείνη της λ. έρις. Από τον τ. ερεσχηλώ παράγονται οι λ. ερεσχηλία και ερίσχηλος (πιθ. κατά το έρις)].