ἐτασμός, ό (ΑΜ, Μ και ἐταγμός) ετάζω1. εξέταση, διερεύνηση2. κρίση, δοκιμασία («Κύριος δὲ μόνος καινὸν τρόπον ἔχει ἐτασμῶν, ἐτάζων γάρ ἐστι καρδίας»).