ἐτνοδόνος, -ον (ΑΜ)αυτός που ανακατεύει τη σούπα, τον χυλό («ἐτνοδόνος τορύνη», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + -δονος (< δονώ), πρβλ. πολύδονος].