ευάλωτος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐάλωτος, -ον)
1. αυτός που κυριεύεται ή συλλαμβάνεται εύκολα («ευάλωτο φρούριο»)
2. αυτός που γίνεται εύκολα υποχείριος άλλου, αυτός που έχει αδύνατο χαρακτήρα, ο ενδοτικός, ο υποχωρητικόςευάλωτος δικαστής»)
3. ιατρ. αυτός που προσβάλλεται εύκολα από κάποια νόσο, ο ευπρόσβλητος
νεοελλ.
αυτός που παρασύρεται εύκολα από ερωτικά θέλγητρα ή χρήματα, ο αργυρώνητος (α. «ευάλωτη γυναίκα» β. «ευάλωτος υπάλληλος της εφορίας»)
αρχ.
1. αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραπλανάται σε κάτι («εὐάλωτον εἰς δεισιδαιμονίαν τὸ βαρβαρικόν», Πλούτ.)
2. αυτός που θεραπεύεται εύκολα.
επίρρ...
εὐαλώτως (Α)
με ευάλωτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλωτός (< αλίσκομαι «συλλαμβάνομαι, κυριεύομαι»)].