Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ευαλδής
Greek Monolingual
εὐαλδής, -ές (Α) 1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα 2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.). επίρρ... ευαλδέως με εύκολη, γρήγορη αύξηση. [ΕΤΥΜΟΛ.<ευ+ -αλδής (<αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αναλδής, νεαλδής].