ευθετίζω
Greek Monolingual
(ΑΜ εὐθετίζω) εύθετος
τακτοποιώ, διευθετώ (α. «τῷ δ' αὖτ' ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», Ησίοδ.
β. «πόδας εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», Ευστ.)
νεοελλ.
(για τα ιστία) στρέφω προς την κατεύθυνση του ανέμου
μσν.
1. ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι για κάτι («εὐθετίζεται πρὸς πόλεμον»)
2. λέγω την αλήθεια
αρχ.
παθ. εὐθετίζομαι
χρησιμοποιούμαι όπως πρέπει («ἵνα εὐθετισθῇ καὶ ἀποκατασταθῇ εἰς τὸ ἀρχαῖον σχῆμα», Γαλ.).