ευθημοσύνη

Greek Monolingual

εὐθημοσύνη, ή (ΑΜ) ευθήμων
η έξη, η κλίση για τάξη, για νοικοκυροσύνηεὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῖς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.)
αρχ.
(για τη φύση) η καλή διάταξη, η αρμονία.