ευθήμων
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
Greek Monolingual
εὐθήμων, -ον (Α)
1. καλά διατεταγμένος, καλά τακτοποιημένος, («ἡ δὲ καλουμένη σίττη... εὐθήμων καὶ εὐβίοτος», Αριστοτ.)
2. αρμονικός, γεμάτος ρυθμό («εὐθήμονι μέλπων ἀοιδῇ», Απολλ. Ρόδ.)
3. αυτός που τακτοποιεί, αυτός που βάζει σε τάξη τα πράγματα («δμῳαί... δωμάτων εὐθήμονες», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + α-θή-μων (< ρ. -θη-, του τίθημι) + επίθ. -μων (πρβλ. υποθήμων)].