ευθυδικία

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυδικία) ευθύδικος
κρίση με ευθύτητα, δίκαιη κρίση ή απόφαση
αρχ.
η άμεση δίκη επί της ουσίας της υποθέσεως χωρίς τη χρήση τεχνικών εμποδίων ή δυσκολιών.