εὐθυδικία

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠδῐκία Medium diacritics: εὐθυδικία Low diacritics: ευθυδικία Capitals: ΕΥΘΥΔΙΚΙΑ
Transliteration A: euthydikía Transliteration B: euthydikia Transliteration C: efthydikia Beta Code: eu)qudiki/a

English (LSJ)

ἡ, direct trial, on the merits of the case, without exceptions or technical pleas, εὐθυδικίας ἀποδέχεσθαι Is.7.3; εἰσιέναι D.34.4; also εὐθυδικίᾳ εἰσιέναι, εἰσελθεῖν, Id.45.6, Is.6.43; τὸν ἐξ εὐθυδικίας λόγον συνίστασθαι Mitteis Chr. 31 vi 13 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1070] ἡ, das Recht-Richten, gerechte Entscheidung, Poll. 8, 11 u. a. Sp. – Gew. εὐθυδικίᾳ εἰσιέναι, Is. 6, 3, vom Beklagten, sich geradezu auf den Prozess einlassen u. sich gegen die Anklage vertheidigen, ohne eine Exception gegen die Klage zu machen; dah. διαμαρτυρίαι entgeggstzt, 7, 3; Dem. 34, 4 vrbdt ἀπολογεῖσθαι εὐθυδικίαν εἰσιόντα, οὐ κατηγορεῖν τοῦ διώκοντος; 45, 6 διὰ τὸ παραγραφὴν εἶναι καὶ μὴ εὐθυδικίᾳ εἰσιέναι, vgl. Meier u. Schömann att. Proc. S. 649.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de plaider au fond.
Étymologie: εὐθύδικος.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠδῐκία: ἡ юр. прямой разбор дела: εὐθυδικίᾳ или εὐθυδικίαν εἰσιέναι Isae., Dem. и εὐθυδικία εἰσελθεῖν Isocr. разбирать дело по существу.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυδῐκία: ἡ, ἡ κατ’ εὐθεῖαν, ἄμεσος δίκη ἐπὶ τῆς οὐσίας τῆς ὑποθέσεως ἄνευ τῆς χρήσεως οἱωνδήποτε τεχνικῶν ἐμποδίων καὶ δυσκολιῶν (οἷαι αἱ παραγραφαί, διαμαρτυρίαι)· εὐθυδικίαν ἀποδέχεσθαι Ἰσαῖος 63. 15· εἰσιέναι Δημ. 908. 7· ὡσαύτως, εὐθυδικίᾳ εἰσιέναι ἢ εἰσελθεῖν ὁ αὐτ. 1103. 11, Ἰσαῖος 60. 62.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυδικία) ευθύδικος
κρίση με ευθύτητα, δίκαιη κρίση ή απόφαση
αρχ.
η άμεση δίκη επί της ουσίας της υποθέσεως χωρίς τη χρήση τεχνικών εμποδίων ή δυσκολιών.

Greek Monotonic

εὐθυδῐκία: ἡ, άμεση δίκη, δίκη επί της ουσίας, σε σχέση με τα συγκεκριμένα νόμιμα δικαιώματα των διαδίκων όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, σε Δημ.

Middle Liddell

εὐθυδῐκία, ἡ,
an open, direct trial, on the merits of the case, Dem. [from εὐθύδῐκος]