ευλεχής

Greek Monolingual

εὐλεχής, -ές (Α)
εύλεκτρος («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρολεχής, κοινολεχής κ.ά.].