(ΑΜ εὐπραγῶ, -έω) ευπραγής ευημερώ, καλοπερνώ, έχω οικονομική άνεσηαρχ.1. έχω αφθονία, έχω άφθονα αγαθά («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», Πολυδ.)2. πράττω το ορθό, ενεργώ σωστά.