καλοπερνώ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

-άω
1. καλοζώ, ζω άνετα, χωρίς στερήσεις («στο πατρικό της καλοπερνούσε»)
2. ζω αρμονικά και με σύμπνοια με κάποιον
3. περνώ κάποιο χρονικό διάστημα ευχάριστα («καλοπεράσαμε στην εκδρομή»).