καλοπερνώ
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
-άω
1. καλοζώ, ζω άνετα, χωρίς στερήσεις («στο πατρικό της καλοπερνούσε»)
2. ζω αρμονικά και με σύμπνοια με κάποιον
3. περνώ κάποιο χρονικό διάστημα ευχάριστα («καλοπεράσαμε στην εκδρομή»).