ευστάθεια

Greek Monolingual

η (Α εὐστάθεια και εὐσταθία, Α και εὐσταθίη) ευσταθής
1. το να στέκει κάτι καλά, η σταθερότητα (α. «η ευστάθεια του πλοίου» β. «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ θεοῦ ἐκκλησιῶν»)
2. ησυχία, ασφάλειαεὐστάθεια κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)
3. ψυχική ισορροπίαευστάθεια χαρακτήρα»)
αρχ.
1. (για τη σωματική υγεία) καλή κατάσταση
2. (για πρόσ.) αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτησηεὐστάθεια ὁρμῶν» — η εγκράτεια στις ορμές, Στωικ.).