το (ΑΜ ἐφεύρημα και ἐφεύρεμα) εφευρίσκωεπινόηση, εφεύρεση, ανακάλυψη («ἐφευρήματα ἀπό τῶν ἀνθρώπων τὰς προσηγορίας ἐσχήκασιν», Τζέτζ.).