εχέγγυος
Greek Monolingual
-ο (ΑΜ ἐχέγγυος, -ον)
1. αυτός που παρέχει ή που μπορεί να δώσει εγγύηση και ασφάλεια, αξιόπιστος, ασφαλής («τοῦ θανάτου τῇ ζημίᾳ ὡς ἐχεγγύω πιστεύσαντες» — επειδή πίστεψαν στην ποινή του θανάτου, διότι παρέχει εγγύηση περιορισμού τών εγκλημάτων, Θουκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το εχέγγυο(ν)
αυτό που παρέχεται ως εγγύηση, που θεωρείται ως ασφάλεια («έχει τα εχέγγυα μιας λαμπρής σταδιοδρομίας»)
αρχ.
1. αρκετά ισχυρός στο να... («οὐκ ὤν ἐχέγγυος ἐνεγκεῖν», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει τη βεβαίωση ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, που είναι υπό την εγγύηση, υπό την προστασία κάποιου.
επίρρ...
ἐχεγγύως (Α)
με αξιόπιστο τρόπο, με ασφαλή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + εγγύη].