εύστομος

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔστομος, -ον)
ευφραδής, εύγλωττος
αρχ.
1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.)
2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο
3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη είσοδο («εὐστόμων ἐπιτύχωμεν λιμένων», Θεοδώρ.)
4. (για άλογα) εκείνο που υπομένει εύκολα («εὐστόμους τῷ χαλινῷ», Πλούτ.)
5. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο
6. (για πουλιά) αυτός που κελαηδά γλυκά
7. αυτός που αποφεύγει τις δυσοίωνες λέξεις και τηρεί θρησκευτική σιγή, αυτός που σιωπά («περὶ μὲν τούτων... μοι... εὔστομα κείσθω» — γι' αυτά τα πράγματα ας κρατήσω κλειστό το στόμα μου, Ηρόδ.)
8. φρ. «εὔστομ' ἔχε» — σώπα, μη μιλάς
9. ευχάριστος στο στόμα, γευστικός, νόστιμος.
επίρρ...
εὐστόμως (Α)
1. με καθαρή φωνή
2. μελωδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -στομος (< στόμα), πρβλ. ελευθερό-στομος, μεγαλό-στομος].