εύτακτος

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔτακτος, -ον)
1. τοποθετημένος με τάξη, τακτοποιημένος
2. αυτός που δεν παραβαίνει την τάξη, ο πειθαρχικός
μσν.-αρχ.
1. ο ταιριαστός
2. αυτός που τηρεί στη ζωή την πρέπουσα τάξη, το μέτρο
3. πειθαρχικός, τακτικός
αρχ.
(για στρατό) αυτός που βρίσκεται σε τάξη μάχης, ο παρατεταγμένος.
επίρρ...
ευτάκτως και εύτακτα (ΑΜ εὐτάκτως)
με τρόπο εύτακτο, σε τάξη
νεοελλ.-μσν.
με σεμνότητα, με σεβασμό
αρχ.
1. (για στρατό) σε τάξη
2. (για πληρωμές) κανονικά
3. πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τακτός (< τάσσω)].