πειθαρχικός
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
πειθαρχική, πειθαρχικόν, obeying readily, Arist.EN1102b31; τοῖς νόμοις Id.Metaph.1061a25.
German (Pape)
[Seite 543] ή, όν, gern, willig gehorchend; Arist. eth. 1, 13; Plut.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui obéit volontiers, obéissant.
Étymologie: πείθαρχος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πειθαρχικός -ή -όν [πείθαρχος] goed gehoorzamend.
Russian (Dvoretsky)
πειθαρχικός: охотно подчиняющийся, послушный (τοῖς νόμοις Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πειθαρχικός: -ή, -όν, ὁ εὐκόλως, ἑτοίμως ὑπακούων, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 18, Μετὰ τὰ Φυσ. 10. 3, 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πειθαρχικός, -ή, -όν, ΝΑ πείθαρχος
αυτός που υπακούει με προθυμία στους νόμους, στις αρχές, στους κανόνες, ευπειθής, υπάκουος (α. «πειθαρχικός στρατιώτης» β. «πειθαρχικὸς τοῖς νόμοις», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πειθαρχία
2. φρ. α) «πειθαρχικές ποινές» — ποινές που καθορίζονται από ειδικές διατάξεις και επιβάλλονται από πολυμελή συμβούλια ή ιεραρχικά προϊστάμενες αρχές με ορισμένη διαδικασία σε υπαλλήλους του κράτους για παράβαση τών επαγγελματικών καθηκόντων τους
β) «πειθαρχικό δίκαιο» — το μέρος του Δημοσίου Δικαίου με το οποίο το κράτος επιδιώκει να επιβάλει στους δημοσίους υπαλλήλους την ακριβή και πιστή εκτέλεση τών καθηκόντων τους
γ) «πειθαρχικό συμβούλιο» — πολυμελές συμβούλιο με το οποίο ασκείται η πειθαρχική εξουσία.
Greek Monotonic
πειθαρχικός: -ή, -όν, αυτός που υπακούει προσεκτικά, που πειθαρχεί πιστά, σε Αριστ.
Middle Liddell
πειθαρχικός, ή, όν
obeying readily, Arist.