εὐαγὴς
Greek (Liddell-Scott)
εὐαγὴς: (Α), ές, (ἄγος): ἀπηλλαγμένος ἄγους, καθαρός, εὐσεβής, ὡς τὸ ἁγνός, ἅγιος, Λατ. castus, ἀντίθετ. τῷ δυσαγής. 1) ἐπὶ προσώπων, καθαρός, ἁγνός, ἀμίαντος, ὁ δ’ ἀποκτείνας τὸν ταῦτα ποιήσαντ… ὅσιος ἔστω καὶ εὐαγὴς Νόμ. Σόλωνος παρ’Ἀνδοκ. 13. 8· εὐαγεστάτων ἱππέων Διον. Ἁλ. 10. 13· ἴδε ἐν λέξ. εὐαγέω. 2) ἐπὶ πράξεων, τίς οἶδεν εἰ κάτωθεν εὐαγῆ τάδε; ἄμεμπτα, δίκαια, Σοφ. Ἀντ. 521· εὐαγὲς ἦν τοῦτο ἀποκτεῖναι Δη. 122. 16, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 495· τοῦτο δ’ οὐκ εὐαγές μοι ἀπέβη, οὐχὶ εὐοίωνον, οὐχὶ εὐνοϊκόν, Πλάτ. Ἐπιστ. 312Α: - οὕτως ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐαγέως ἔρδειν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 275, 370, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 699, κτλ.· οὐκ εὐαγῶς Φίλων 2. 472. 3) ἐπὶ πραγμάτων, καθαρός, ἁγνός, ἄμωμος, ἐλέφας (δηλ. ἐλέφαντος ὀδόντες)… οὐκ εὐαγὲς ἀνάθημα Πλάτ. Νόμ. 956Α· θυηλαὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1140, κλ.· ὕμνοι Ἀνθ. Π. 7. 34· λέχος Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 148. 4) ἐν Σοφ. Ο. Τ. 921 ἔχει ἐνεργητικήν πως σημασίαν, ἴδε λύσις Ι. 3.