εὐγεώργητος

English (LSJ)

εὐγεώργητον, easy to cultivate, Sch.S.Ant.569:—also εὐγέωργος, ον, Scyl.24.

Greek (Liddell-Scott)

εὐγεώργητος: -ον, ὁ εὐκόλως καλλιεργούμενος, νῆσος Σκύλαξ σ. 9, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 575.

Greek Monolingual

εὐγεώργητος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που εύκολα καλλιεργείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γεωργητος (< γεωργώ), πρβλ. αγεώργητος].

German (Pape)

gut zu bebauen, Sp.