εὐθετέω

English (LSJ)

A to be suitable, convenient, εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι for all to use, Thphr. HP5.7.4; εὐ. εἴς τι D.S.2.41,48; to be timely, opportune, Orph. Fr.272; of an epithet, to be suitable, Sch.Il. Oxy.1086.110; so of food, Diocl. Fr.141; of bandages, Gal. 18(1).789, al.; λιμένας… ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας D.S.5.12: f.l. in Thphr. HP1.1.3 codd.
II trans., set in order, ἕκαστα Luc. DDeor.24.1 (v.l. for εὐθετίσαντα), cf. SIG1240 (ii A.D.); [τὰς τρίχας] Ar. Fr.782; adorn, εὐ. ἑαυτήν D.C.51.13; lay out a corpse, Id.40.49, cf. Phryn. PS p.71 B.

French (Bailly abrégé)

εὐθετῶ :
1 intr. être bien placé, bien arrangé, en bon état ; être propre à;
2 tr. bien arranger, mettre en bon ordre.
Étymologie: εὔθετος.

German (Pape)

1 wohl gesetzt, geordnet sein, im guten Zustande sein, Theophr. und andere Spätere; dah. wozu passen, εἴς τι, DS. 1.41; τινί, 5.12.
2 wohl setzen, gut anordnen, ἕκαστα, von den Dienern, die Alles in Ordnung bringen müssen, Luc. D.D. 24.1, v.l. εὐθετίσαντα; Vetera Lexica κοσμεῖν. Bes. von Leichen, sie zur Bestattung schmücken und vorbereiten (νεκρὸν εὐθ. τὸ εὖ κοσμεῖν ἐν τάφοις B.A. 40), DC. 40.49; oft auch allgem., ἑαυτὸν εὐπρεπέστατα id. 51.13; τὰς τρίχας Poll. 2.31; vgl. auch Ar. bei Suid. v. εὐθετῆσαι.

Russian (Dvoretsky)

εὐθετέω:
1 быть приспособленным, быть пригодным (εἴς τι и τινι Diod.);
2 Luc. v.l. = εὐθετίζω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθετέω: εἶμαι εὔθετος, κατάλληλος, εὐθετεῖ πᾶσι χρῆσθαι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7. 4· εὐθ. εἴς τι Διόδ. 2. 41. 48: μετὰ δοτ., λιμένας... οὐ μόνον τοῖς ἐμπόροις, ἀλλὰ καὶ ταῖς μακραῖς ναυσὶν εὐθετοῦντας αὐτόθι 5. 12. ΙΙ. μεταβ., τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1 (διάφ. γραφ. εὐθετίσαντα), Δίων. Κ. 40. 49· εὐθ. ἑαυτὴν ὁ αύτ. 51. 13· «εὐθετεῖν νεκρόν· τὸ εὖ κοσμεῖν ἐν τάφοις νεκρὸν» A. B. 40.

Greek Monotonic

εὐθετέω: μέλ. -ήσω, = το επόμ., σε Λουκ.

Middle Liddell

εὐθετέω, fut. -ήσω = εὐθετίζω, Luc.]