εὐθυντήριος
English (LSJ)
α, ον,
A making straight: directing, ruling, σκῆπτρον A.Pers.764.
II Subst. εὐθυντηρία, ἡ, the part of a ship wherein the rudder was fixed, E.IT1356.
b base, plinth, socle of a wall, IG22.1668.16, BCH26.43 (Delph.), IGRom.4.293ai38 (Pergam., ii B.C.); εὐ.· τὸ ἐν τῷ ἐδάφει σύμμαγμα ὑπὸ τῶν ἀρχιτεκτόνων, Hsch.
2 εὐθυντήριον, τό, rule, norm, γνώμων καὶ εὐθυντήριον Theol.Ar.59.
German (Pape)
[Seite 1071] geradnachend, lenkend, σκῆπ τρον, Aesch. Pers. 750; τὸ εὐθ., Theol. arithm.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui sert à diriger, à gouverner.
Étymologie: εὐθυντήρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐθυντήριος: управляющий, правящий (σκῆπτρον Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυντήριος: -α, -ον, ὁ ποιῶν τι εὐθύ, διευθύνων, κυβερνῶν, σκῆπτρον Αἰσχύλ. Πέρσ. 764· - εὐθυντηρία, ἡ, τὸ μέρος τοῦ πλοίου ἔνθα ἦτο προσηρμοσμένον στερεῶς τὸ πηδάλιον, Εὐρ. Ι. Τ. 1356.
Greek Monolingual
-ία, -ον
βλ. ευθυντηρία.
Greek Monotonic
εὐθυντήριος: -α, -ον (εὐθύνω),·
I. διοικητικός, κυβερνητικός, σε Αισχύλ.
II. εὐθυντηρία, ἡ, μέρος πλοίου στο οποίο ήταν στερεωμένο το πηδάλιο, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐθυντήριος, η, ον εὐθύνω
I. directing, ruling, Aesch.
II. εὐθυντηρία, ἡ, the part of a ship wherein the rudder was fixed, Eur.