εὔμαχος
English (LSJ)
εὔμαχον, easy to fight against, assailable, Max.Tyr.26.2 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1079] wohl, tapfer känpseud, Max. Tyr. 26, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμαχος: -ον, ᾧ εὐκόλως μάχεταί τις, εὐπολέμητος, Μάξιμ. Τύρ. 26. 2.
Greek Monolingual
εὔμαχος, -ον (Α)
αυτός εναντίον του οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέμαχος, ιππόμαχος κ.ά.].