εὐπολέμητος
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
εὐπολέμητον, easy to be conquered, Poll.1.158.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπολέμητος: -ον, εὐκόλως καταβαλλόμενος, ἡττώμενος, Πολυδ. Αʹ, 158.
Greek Monolingual
εὐπολέμητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που καταβάλλεται εύκολα με πόλεμο.