ζυθοπώλης

English (LSJ)

ζυθοπώλου, ὁ, beer-seller, POxy.85iv4 (iv A.D.):—fem. only in form ζυτόπωλις (q.v.).

Greek Monolingual

ο (Α ζυθοπώλης)
1. πωλητής ζύθου
2. ιδιοκτήτης ζυθοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύθος + -πωλης (< πωλώ), πρβλ. κρεοπώλης, οινοπώλης.