ζωόνυχον
English (LSJ)
τό, a name of the plant λεοντοπόδιον, Ps.-Dsc.4.133.
Greek Monolingual
ζῳόνυχον, το (Α)
το ποώδες φυτό λεοντοπόδιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ζωόνυχος (< ζω(ο)- [II] + όνυξ, γεν. όνυχος). Το φυτό οφείλει την ονομασία του προφανώς στο σχήμα του (πρβλ. και την άλλη του ονομασία λεοντοπόδιον)].