ηλιοτρόπιο

Greek Monolingual

και ηλιοτρόπι και λιοτρόπι, το (AM ἡλιοτρόπιον)
1. το φυτό του οποίου το άνθος και τα φύλλα στρέφονται προς τον ήλιο
2. αιματόλιθος, σκουροπράσινη ποικιλία του χαλκηδονίου
3. χρωστική ουσία που λαμβάνεται από λειχήνες
4. εκκλ. το θερινό ηλιοστάσιο
νεοελλ.
(γεωδ.) όργανο που ανακλά τις ηλιακές ακτίνες και τίς κατευθύνει προς ορισμένο στόχο
αρχ.
το ηλιακό ρολόγι («ἦν δ' ὑπό τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ πεντάπυλα... ἡλιοτρόπιον καταφανὲς καὶ ὑψηλόν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -τροπιον (< τρόπος), πρβλ. εκτρόπιον, σεληνοτρόπιον. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. αποτελεί αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. heliotrope < helio- (πρβλ. ηλιο-) + -trope (πρβλ. -τροπιον < τρόπος)].