ἡμιβαφής, -ες (Α)μισοβαμμένος, αυτός που είναι βαμμένος κατά το ήμισυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμοβαφής, οινοβαφής].