μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
-ές (Α οἰνοβαφής, -ές)νεοελλ.αυτός που έχει το χρώμα του κρασιούαρχ.αυτός που εμβαπτίστηκε στο κρασί και βάφηκε με το χρώμα του («οἰνοβαφὴς λοιβή», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -βαφής (< βάφω), πρβλ. αιμοβαφής].