αιμοβαφής
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
Greek Monolingual
-ές (Α αἱμοβαφής)
ο βαμμένος με αίμα, αιματοβαφής, αιματοβαμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + βαφὴς < βάπτω «εμβαπτίζω, βυθίζω»].