ηφαιστειακός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή προσιδιάζει στα ηφαίστεια, ηφαίστειος («ηφαιστειακή ενέργεια»)
2. μτφ. εκρηκτικός, παράφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηφαίστειο + κατάλ. -ακος (πρβλ. μουσειακός, οικογενειακός)].