οικογενειακός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην οικογένεια (α. «οικογενειακά βάρη» — κάθε είδους δαπάνες που γίνονται για τη συντήρηση τών μελών μιας οικογένειας
β. «οικογενειακή εστία»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα οικογενειακά
οι υποθέσεις της οικογένειας («συζητούν τα οικογενειακά τους»)
3. φρ. α) «οικογενειακό δίκαιο» — σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν την οικογενειακή σχέση αυτήν καθ' εαυτήν, καθώς και ορισμένες πλευρές από τα συνδεόμενα με αυτήν αποτελέσματα
β) «οικογενειακός προγραμματισμός»
(κοινων.) όρος συνώνυμος με τον όρο έλεγχος τών γεννήσεων.
επίρρ...
οικογενειακώς και -ά
1. σε σχέση με την οικογένεια
2. με όλη την οικογένεια («κάθε Κυριακή τρώμε οικογενειακώς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικογένεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ν. Παπαδόπουλο].