-άωπαράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. αντιβολώ, πυροβολώ].