ηχοβολώ

Greek Monolingual

-άω
παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, ηχολογώ, αντιβουίζω («κι ηχοβολάει βροντόφωνα κατά το μαύρο κάστρο», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -βολώ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. αντιβολώ, πυροβολώ].