ηχολογώ

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source

Greek Monolingual

-άω και αχολογώ
παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, αχολογώ, βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχοςαχός) + -λογώ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. ελεεινολογώ, κακολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].