ηχολογώ

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

-άω και αχολογώ
παράγω ήχο, αντηχώ, αντιλαλώ, αχολογώ, βουίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχοςαχός) + -λογώ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. ελεεινολογώ, κακολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].