θαλασσοπούλι

Greek Monolingual

το
1. γενική κοινή ονομασία πουλιών που ζουν κοντά στη θάλασσα ή είναι γνήσια πελαγικά
2. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος
3. μικρό ταχύπλοο σκάφος.