θεογνωσία

English (LSJ)

ἡ, the knowledge of God, Hierocl.in CA20p.463M., Heph.Astr.1.1.

German (Pape)

[Seite 1195] ἡ, Gotterkenntniß, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θεογνωσία: ἡ, ἡ γνῶσις τοῦ θεοῦ, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

η (AM θεογνωσία)
η γνώση τών εντολών του θεού και η συμμόρφωση σ' αυτές
νεοελλ.
η ορθοφροσύνη, η σύνεση
μσν.
η πίστη στον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -γνωσία (< γνώσις), πρβλ. α-γνωσία δυσ-γνωσία].