ορθοφροσύνη
From LSJ
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Greek Monolingual
η ορθοφρονώ
το να σκέπτεται κάποιος λογικά, ευθυκρισία.
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
η ορθοφρονώ
το να σκέπτεται κάποιος λογικά, ευθυκρισία.