θεομανής

English (LSJ)

θεομανές, maddened by the gods, A.Th.653, E.Ion1402; λύσσα θ. madness caused by the gods, Id.Or.845; πότμος ib.79.

German (Pape)

[Seite 1196] ές, durch die Götter rasend, wahnsinnig gemacht, Eur. Ion 1402; στύγος, rasender Haß der Götter, Aesch. Spt. 653; πότμος, λύσσα, durch die Götter erregte Raserei, Eur. Or. 79. 843.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
frappé de démence par les dieux.
Étymologie: θεός, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

θεομᾰνής:
1 одержимый божественным безумием, с помраченным (богами) рассудком (Κρέουσα Eur.);
2 (о помешательстве), ниспосланный богами (πότμος, λύσσα Eur.);
3 (о богах), яростный, неукротимый, (στύγος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θεομᾰνής: -ές, ὑπὸ τῶν θεῶν εἰς μανίαν, παραφροσύνην, ἀχθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 653, Εὐρ. Ἴων 1402· λύσσα θ., μανία ὑπὸ τῶν θεῶν προξενηθεῖσα, Εὐρ. Ὀρ. 845· πότμος αὐτόθι 79.

Greek Monolingual

-ές (Α θεομανής, -ές)
αυτός που έγινε μανιακός, παράφρων από θεό, ο δαιμονισμένος («θεομανεῖ λύσση» — με μανία που στάλθηκε από τους θεούς, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μανής (< θ. μαν του μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάνην), πρβλ. γυναιμανής, μονομανής].

Greek Monotonic

θεομᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός τον οποίο ξεμυαλίζουν, τρελαίνουν οι θεοί, σε Αισχύλ., Ευρ.· λύσσα θεομανής, τρέλα που προκλήθηκε από τους θεούς, σε Ευρ.

Middle Liddell

θεο-μᾰνής, ές μαίνομαι
maddened by the gods, Aesch., Eur.; λύσσα θ. madness caused by the gods, Eur.

English (Woodhouse)

mad, driven mad by the gods