μονομανής

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source

Greek Monolingual

-ές
1. αυτός που κατέχεται από μία έμμονη ιδέα, που πάσχει από μονομανία
2. (για συμπεριφορά) αυτή που χαρακτηρίζει τον μονομανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ξενο-μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].